guileful
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ποικίλος. πανοῦργος, ἐπίτριπτος, πυκνός, Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (acc. in Plat.), παλιντριβής, μηχανορράφος. Fem. adj.: V. δολῶπις.
adj.
P. and V. ποικίλος. πανοῦργος, ἐπίτριπτος, πυκνός, Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (acc. in Plat.), παλιντριβής, μηχανορράφος. Fem. adj.: V. δολῶπις.