ευμορφιά

From LSJ
Revision as of 16:19, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) εύμορφος
1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα της μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῖσα», Ευρ.
β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ' όλη την ευμορφιά τους της νιότης μου τα ονείρατα», Βαλαωρ.)
2. και μτφ. για την αρετήεὐμορφία τῆς ἀρετῆς», Μηναί.)
μσν.
μτφ. στολίδι
αρχ.
φρ. α) «αἱ τῶν διδασκαλείων εὐμορφίαι» — οι τεχνοτροπίες, τα στολίδια του λόγου
β) «χολῆς λοβοῦ τε... εὐμορφία» — η απαιτούμενη για ευοίωνη θυσία συμμετρία στα σπλάγχνα του ζώου που πρόκειται να θυσιαστεί.