ευμέθοδος

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμέθοδος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο μεθοδικός, ο συστηματικός («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῦ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) μεθοδικός, ακριβήςεὐμέθοδος ἰατρός», Αλέξ. Τραλλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ευμέθοδο(ν)
η μεθοδικότητα
μσν.-αρχ.
ο τακτοποιημένος καλά.
επίρρ...
ευμεθόδως (ΑΜ εὐμεθόδως)
με καλή μέθοδο, μεθοδικά, συστηματικά.