ἀσθενόψυχος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ον, weak-minded, LXX 4 Ma.15.5.
German (Pape)
[Seite 370] (ψυχή), schwachmüthig, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθενόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων ψυχικὴν ἀδυναμίαν, ἀσθενόψυχοι ὑπάρχουσιν αἱ μητέρες Ἰωσήπ. Μακκ. 15.
Spanish (DGE)
-ον de espíritu débil μητέρες LXX 4Ma.15.5.
Greek Monolingual
ἀσθενόψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψυχική αδυναμία.