κωμομισθωτής
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, official of a κώμη who leases out land, PTeb.183 (ii B.C.).
Greek Monolingual
κωμομισθωτής, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων της κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιομισθωτής, υπομισθωτής.