Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
subs.
P. and V. παλτόν, τό (Xen. and Aesch., Frag.), βέλος, τό (rare P.). Ar. and P. ἀκόντιον, τό, V. ἄκων, ὁ. Spear: P. and V. δόρυ, τό, Ar. and V. λόγχη, ἡ, V. αἰχμή, ἡ, μεσάγκυλον, τό, βέλεμνον, τό. v. trans. Ar. and P. σχάζειν. Cut: P. and V. τέμνειν.