μεσάγκυλον
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
τό, javelin with a thong (ἀγκύλη) for throwing it by, E.Ph.1141, Andr.1133, Men.562.2, Plb.22.3.9.
German (Pape)
[Seite 136] τό, sc. ἀκόντιον, ein Wurfspieß, der den Wurfriemen, ἀγκύλη, in der Mitte hat, VLL.; τόξοισι καὶ μεσαγκύλοις ἐμαρνάμεσθα, Eur. Phoen. 1148; Andr. 1134, vgl. Schol.; Men. fr. inc. 37; Pol. 23, 1; Plut. Philop. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
javelot qu'on lance à l'aide d'une courroie placée au milieu.
Étymologie: μέσος, ἀγκύλη.
Russian (Dvoretsky)
μεσάγκῠλον: τό копье с метательным ремнем Eur., Polyb. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μεσάγκῠλον: τό, ἀκόντιον, μετ’ ἀγκύλης (λωρίου), δι’ ἧς ἐξηκοντίζετο, Εὐρ. Φοίν. 1141, Ἀνδρ. 1133, Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 37, Πολύβ. 23. 1, 9.
Greek Monolingual
μεσάγκυλον, τὸ (Α)
μακρύ ακόντιο τών πελταστών κυρίως, αλλά και τών κυνηγών, με αγκύλη στο μέσο, η οποία βοηθούσε στην εξακόντισή του με μεγαλύτερη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ἀγκύλη.
Greek Monotonic
μεσάγκῠλον: τό, ακόντιο με λωρίδα (ἀγκύλη), με την οποία εξακοντιζόταν, σε Ευρ.
Middle Liddell
μεσ-άγκῠλον, ου, τό,
a javelin with a strap (ἀγκύλἠ for throwing it by, Eur.