διατρυπάω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
A bore through, pierce, Arist.HA528b33:—Pass., Luc. Sat.24.
German (Pape)
[Seite 608] durchbohren; Arist. H. A. 4, 4; Luc. Ep. Sat. 24, von dem Zerfressen der Motten.
Greek (Liddell-Scott)
διατρῠπάω: τρυπῶ διὰ μέσου, διαπερῶ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4.4,15., 5.15,13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
trouer, percer, creuser.
Étymologie: διά, τρυπάω.
Spanish (DGE)
(διατρῡπάω) I tr.
1 perforar, agujerear τὰ ὄστρακα Arist.HA 528b33, cf. 547b7, τοὺς καλάμους Arist.HA 556b3, cf. Sch.A.R.2.326a, en v. pas. ὀστράκινα σκεύη ... δι' ἀλλήλων διατρυφθέντα Gr.Nyss.Eun.3.1.71
•sent. obs. tb. en v. pas. dejarse penetrar Ps.Archil.Fr.291.3.
2 picar τὰ δέρματα los insectos, Arist.HA 528b32, cf. Sch.A.Supp.556, en v. pas. τὴν ἐσθῆτα ... κοσκινηδὸν διατετρυπῆσθαι ὑπὸ τῶν βελτίστων μυῶν Luc.Sat.24
•fig. ser atravesado ἡ ψυχὴ ... διατετρυπημένη ... ὑπὸ φροντίδων Chrys.M.58.486.
II intr. hacer un agujero εἰς τὴν ἄμμον καταδύεται τῷ ῥύγχει διατρυπήσας Arist.HA 621a5.
Russian (Dvoretsky)
διατρῡπάω:
1) просверливать, прокалывать (τὰ ὄστρακα Arst.);
2) точить насквозь, прогрызать (διατετρυπῆσθαι ὑπὸ τῶν μυῶν Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τρυπάω perforeren.