πρευμενῶς

From LSJ
Revision as of 10:04, 4 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec bonté ou bienveillance.
Étymologie: πρευμενής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρευμενῶς adv., zie πρευμενής.

Russian (Dvoretsky)

πρευμενῶς:
1) ласково, благосклонно (δέχεσθαί τινα Aesch.);
2) кротко, смиренно (αἰτεῖσθαι Aesch.).

English (Woodhouse)

(see also: πρευμενής) gently, in a friendly way, in friendly way

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Greek Monolingual

πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.