πραϋμενῶς

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source

Greek Monolingual

πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.