πρευμενῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
avec bonté ou bienveillance.
Étymologie: πρευμενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρευμενῶς adv., zie πρευμενής.
Russian (Dvoretsky)
πρευμενῶς:
1 ласково, благосклонно (δέχεσθαί τινα Aesch.);
2 кротко, смиренно (αἰτεῖσθαι Aesch.).
English (Woodhouse)
(see also: πρευμενής) gently, in a friendly way, in friendly way
Greek Monolingual
πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.