συναγοράζω
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
English (LSJ)
pf. A συνηγόρᾰκα IG22.903.6:—buy up, τὸν σῖτον πάντα Arist.Oec.1347b5, cf. PCair.Zen.106.3 (iii B.C.), PEnteux.2.3,ΙΙ (iii B.C.), PMich.Zen.42.3 (iii B.C., Pass.), SIG976.52 (Samos, ii B.C., Pass.), Posidon.36J., Ath.1.6a (Pass.). II frequent the marketplace with, τισι Plu.2.796d.
German (Pape)
[Seite 996] zusammenkaufen; Arist. oec. 2, 9; D. Sic. 19, 91; perf. pass., Ath. I, 6 a.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγοράζω: μέλλ. -άσω, ἀγοράζω ὁμοῦ ἢ ὁλικῶς, τὸν σῖτον πάντα Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 1, πρβλ. Ἀθήν. 6Α, 214Ε.
French (Bailly abrégé)
acheter avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀγοράζω.
Greek Monolingual
Α
1. αγοράζω μαζί
2. συχνάζω μαζί με κάποιον στην αγορά.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγοράζω:
1) скупать (τὸν σῖτον πάντα Arst.);
2) вместе проводить время на рыночной площади (συμπίνειν καὶ σ. Plut.).