offence
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Crime: P. and V. ἀδικία, ἡ, ἀδίκημα, τό. Sin: P. and V. ἁμαρτία, ἡ, P. ἁμάρτημα, τό, πλημμέλημα, τό, V. ἐξαμαρτία, ἡ, ἀμπλάκημα, τό; see sin. Affront: P. and V. ὕβρις, ἡ, ὕβρισμα, τό. Odium: P. and V. φθόνος, ὁ, P. ἀπέχθεια, ἡ. Anger, indignation: P. ἀγανάκτησις, ἡ. Give offence to, v.: P. and V. ἀπεχθάνεσθαι (dat.); see offend. Take offence: Ar. and P. ἀγανακτεῖν. Take offence at: Ar. and P. ἀγανακτεῖν (dat.), P. χαλεπῶς φέρειν (acc.), προσκρούειν (dat.), V. πικρῶς φέρειν (acc.).