ὕβρισμα
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ὑβρίσματος, τό,
A wanton act, insolent act, outrage, Hdt.7.160, E.Ba.516 (both pl.), etc.; ὕβρισμα .. ἐς τούτους εἶχε ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Hdt.3.48; τόδʼ ὕ. ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι E.Heracl.18, cf. X.Ath.3.5; τὰ τούτων ὑ. εἰς ἐμέ D.21.80.
II. object of insolence, ὕβρισμα θέσθαι τινά, = ὑβρίζειν, E.Or.1038.
III. abstract for concrete, τετρασκελὲς ὕβρισμα, = τετρ. ὑβρισταί, of the Centaurs, Id.HF181.
French (Bailly abrégé)
ὑβρίσματος (τό) :
outrage, mauvais traitement, violence.
Étymologie: ὑβρίζω.
German (Pape)
τό,
1 übermütige, mutwillige Handlung, verübte Freveltat; τόδ' ὕβρισμ' ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι, Eur. Heracl. 18; Her. 3.48, 7.160; Mißhandlung, Beschimpfung, Beleidigung, Plat. Ep. III.319b; Xen. Ath. 3.5.
2 der Gegenstand der Mißhandlung, des Frevels, Eur. Or. 1038, ὕβρισμα θέμενος τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον.
Russian (Dvoretsky)
ὕβρισμα: ὑβρίσματος τό
1 бесчинство, насилие, оскорбление (εἴς τινα Her., Eur., Xen., Dem.): περὶ πότους ὑβρίσματα Plut. разнузданные попойки;
2 собир. насильники, разбойники: τετρασκελὲς ὕ. Κενταύρων γένος Eur. буйное (разбойничье), четвероногое племя кентавров;
3 жертва насилия: ὕ. θέσθαι τινά Eur. учинить насилие над кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὕβρισμα: τό, πρᾶξις θρασεῖα καὶ ἀλαζονικὴ καὶ ἀκόλαστος, προσβολή, κάκωσις, Λατ. contumelia, Ἡρόδ. 7. 160, Εὐρ. κλπ., ὕβρισμα... ἐς τούτους εἶχε ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Ἡρόδ. 3, 48· τόδ’ ὕβρισμ’ ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι Εὐρ. Ἡρακλ. 18, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 3. 5. τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμὲ Δημ. 540. 20· πρβλ. ὑβρίζω ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀντικείμενον ὕβρεως, ὕβρισμα θέσθαι τινὰ = ὑβρίζειν, Εὐρ. Ὀρ. 1038. ΙΙΙ. τὸ ἀφῃρημένον ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, τετρασκελὲς ὕβρ. = τετρ. ὑβρισταί, ἐπὶ τῶν Κενταύρων, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 181. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 419.
Greek Monotonic
ὕβρισμα: ὑβρίσματος, τό (ὑβρίζω),
I. αυθάδης ή αναιδής πράξη, προσβολή, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· τόδ' ὕβρισμα ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι, σε Ευρ., Ξεν.· τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ, σε Δημ.
II. αντικείμενο ύβρης, ὕβρισμα θέσθαι τινά = ὑβρίζειν, σε Ευρ.
III. = ὑβριστής, στον ίδ.
Middle Liddell
ὕβρισμα, ὑβρίσματος, τό, ὑβρίζω
I. a wanton or insolent act, an outrage, Hdt., Eur., etc.; τόδ' ὕβρισμ' ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι Eur., Xen.; τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ Dem.
II. an object of insolence, ὕβρισμα θέσθαι τινά = ὑβρίζειν, Eur.
III. = ὑβριστής, Eur.
English (Woodhouse)
affront, ill treatment, insult, outrage, ill-treatment, ill-usage, impudent act, object of mockery, object of ridicule