προσαναρρήγνυμι

Revision as of 19:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A lacerate in addition, Plu.Crass.25; τὸ σῶμα, i.e. caused haemorrhage, Id.Cleom.30: metaph., π. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας let them break out, Ph.2.372, cf. 479.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω προσέτι, τι Πλουτ, Κράσσ. 25. ΙΙ. κάμνω τι νὰ διαρραγῇ, «σπάνω», τὸ ὑπόστημα ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 30· ― μεταφορ., πρ. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας Φίλων 2. 372, πρβλ. 479.

French (Bailly abrégé)

1 briser en outre;
2 faire rompre, faire éclater, acc..
Étymologie: πρός, ἀναρρήγνυμι.

Greek Monolingual

και προσαναρρηννύω Α
1. διαρρηγνύω, ξεσχίζω κάτι επί πλέον
2. μτφ. αφήνω να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει κάτι («προσαναρρηγνὺς τὰς ἀδίκους», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναρρήγνυμι «ανοίγω, σχίζω, κάνω κάποιον να ξεσπάσει»].

Greek Monotonic

προσαναρρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω, σπάζω, διαλύω κάτι επιπλέον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσαναρρήγνῡμι:
1) сверх того разрывать, растерзывать (τινά Plut.);
2) заставлять лопнуть (τῇ κραυγῇ τὸ ὑπόστημα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αναρρήγνυμι ook nog openscheuren:. τῇ κραυγῇ... τὸ σῶμα προσαναρρήξας met zijn krijgsgeschreeuw deed hij zijn longen verder openscheuren Plut. Agis et Cl. 51(30).3.

Middle Liddell

fut. -ρήξω
to break off besides, Plut.