peerless
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄριστος, θαυμαστός, ἐξαίρετος, ἔκκριτος, ἐκπρεπής, διαπρεπής, V. ἔξοχος. Peerless in beauty: V. κάλλει ὑπερφέρων. Peerless beauty, subs.: V. καλλίστευμα, τό. Unsurpassed: P. ἀνυπέρβλητος.