Ἐφύρα
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
[ῠ], Ion. Ἐφύρη, ἡ, Ephyra, old name of Corinth, Il.6.152; also perhaps of other cities in Elis and Thesprotia, Sch. Od.1.259, 2.328:—hence Ἐφύρ-ηθεν, A.R.4.1212:
Greek (Liddell-Scott)
Ἐφύρα: ῠ, Ἰων. Ἐφύρη, ἡ, παλαιὸν ὄνομα τῆς Κορίνθου, Ἰλ. Ζ. 152· προσέτι καὶ ἄλλων πόλεων ἐν Ἤλιδι καὶ Θεσπρωτίᾳ, Nitzsch Ὀδ. Α. 259, Β. 328, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 ancien nom de Corinthe;
2 Éphyre, ville de Thesprotie.
Étymologie: éol. p. Ἐφόρα = ἐπωπή.
English (Slater)
Ἐφῠρα capital city of Molossia in Epiros. ὁ δ' ἀποπλέων (sc. Νεοπτόλεμος)
1 Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο (N. 7.37)
Greek Monolingual
Ἐφύρα, ἡ, ιων. τ. Ἐφύρη (Α)
παλαιά ονομασία της Κορίνθου και πιθ. και άλλων πόλεων της Ηλείας και της Θεσπρωτίας.
Greek Monotonic
Ἐφύρα: [ῠ], Ιων. -ρη, ἡ, Εφύρα, αρχ. όνομα της Κορίνθου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Ἐφύρα: ион. Ἐφύρη (ῠ) ἡ Эфира
1) древнее название Коринфа Hom.;
2) древний город пеласгов в сев. Элиде на р. Селлэент Hom.;
3) город в Фессалии, впоследствии Краннон Hom.;
4) город в Феспротии - Эпир Hom., Pind.