ἐπωπή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A look-out place, observation post, A.Supp.539 (pl., lyr.).
German (Pape)
[Seite 1016] ἡ, ein Ort, wo man weit umherschauen kann, Aesch. Suppl. 534.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
lieu d'où l'on peut observer.
Étymologie: ἐπί, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωπή: ἡ открытое (для наблюдения) место, обширный кругозор Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωπή: ἡ, τόπος ἐξ οὗ ἐπιβλέπει τις, σκοπιά, Αἰσχύλ. Ἱκ. 539.
Greek Monolingual
ἐπωπή, ἡ (Α)
τόπος απ’ όπου παρατηρεί κανείς, σκοπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωπή «πρόσωπο, θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα (ωπ-) της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα)].