καθαρῶς
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 au sens relig. avec pureté ; au sens moral honnêtement;
2 sans mélange : καθαρῶς γεγονέναι HDT être né d’un sang pur;
3 nettement, clairement;
Cp. καθαρώτερον, Sp. καθαρώτατα.
Étymologie: καθαρός.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθᾰρῶς:
1) чисто, безупречно, безукоризненно (ἁγνῶς καὶ κ. HH, Hes.; κ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Plat.);
2) честно, правдиво (δικαίως καὶ κ. Dem.);
3) ясно, отчетливо (γνῶναι Arph.; εἰδέναι Plat., Plut.; διορίζειν Arst.);
4) ясно, внятно (λέγειν Arph., Eur.);
5) без примеси: οἱ κ. γεγονότες Ἴωνες Her. чистокровные ионийцы.
English (Woodhouse)
(see also: καθαρός) clearly, from pure motives, with clean hands, with pure motives