ἐκπαθής
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
έςA, (πάθος) passionate, furious, Plb.16.23.5, J.AJ15.3.4, etc.; ἐπί τινι Plb.1.7.8; ἐ. πρός τι passionately eager for a thing, Id.1.1.6, etc. Adv. -θῶς Telesp.35 H., J.BJ2.18.4. II out of harm, unhurt, Anon. ap. Suid.
Spanish (DGE)
-ές
I 1emocionado, apasionado ἐκπαθεῖς ἐγίνοντο κατὰ ... τὴν πρὸς θεοὺς εὐχαριστίαν mostraban su entusiasmo en la acción de gracias a los dioses Plb.16.23.5, ἐκπαθεῖς ὄντες ἐπὶ ... τῆς πόλεως εὐκαιρίᾳ Plb.1.7.8, ἐ. πρός τι τῶν ... θεαμάτων Plb.1.1.6
•conmovido, conmocionado Ἀλεξάνδρα ... ἐ. ἦν συνέσει τῆς ἀπωλείας I.AI 15.58.
2 indemne Sud.
II adv. -ῶς apasionadamente ἀπολαύειν Teles p.35, ἀναβοῆσαι I.BI 2.472, μεταλαμβάνειν (τοῦ οἴνου) Ath.443d, φράζειν Porph.Plot.14.
German (Pape)
[Seite 771] ές, 1) außer sich vor Leidenschaft, sehr leidenschaftlich, ὑπὸ ἡδονῆς, vor Freude außer sich, Alciphr. 2, 4; κατὰ τὴν εὔνοιαν Pol. 16, 23, 5; πρός τι, 1, 1, 6. 4, 58, 6, begierig nach Etwas; aber ἐκπαθὴς πρὸς τὸν κίνδυνον, πρὸς τὸ μέλλον, sehr bekümmert um, Plut. Pyrrh. 34 Brut. 15. – 2) leidlos, unverletzt, Suid. – Adv. ἐκπαθῶς, unmäßig, Ath. X, 443 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπᾰθής: -ές, (πάθος) λίαν ἐμπαθής, μανιώδης ἐκ τοῦ πάθους, παράφορος ἐκ πάθους, Πολύβ. 16. 23, 5, κτλ.· ἐπί τινι ὁ αὐτ. 1. 7, 8· ἐκπ. πρός τι, ἔχων πάθος πρός τι, ὁ αὐτ. 1. 1, 6, κτλ.: - Ἐπίρρ. -θῶς Ἀθήν. 443D. II. «ἐκτὸς πάθους, ὑγιής» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἐκπαθής, -ές (Α)
παράφορος από το πάθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπᾰθής:
1) чрезвычайно страстный, крайне чувственный (ἐν ταῖς ὀργαῖς Plat.);
2) сильно возбужденный, распаленный жадностью (ἐπὶ τῇ τῆς πόλεως εὐκαιρίᾳ Polyb.);
3) горячо преданный (πρός τι Polyb.);
4) преисполненный рвения, неистовый (κατὰ τὴν πρὸς θεοὺς εὐχαριστίαν Polyb.);
5) крайне расстроенный или озабоченный (πρὸς τὸ μέλλον Plut.).