ψυχρῶς
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
French (Bailly abrégé)
adv.
froidement.
Étymologie: ψυχρός.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρῶς: холодно, бесчувственно, равнодушно (ποιεῖν Arph.; λέγειν Plat.; χρῆσθαί τινι Plut.).