οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
subs.
Mangling: V. σπαραγμός, ὁ, σπάραγμα, τό. Outrage, ill treatment: P. and V. αἰκία, ἡ, λύμη, ἡ (Plat.). λώβη, ἡ (Plat.), αἴκισμα, τό. Cutting up: V. σχισμός, ὁ. Cutting parts off: P. περικοπή, ἡ. Disablement: P. πήρωσις, ἡ.