κυματοειδής

From LSJ
Revision as of 02:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοειδής Medium diacritics: κυματοειδής Low diacritics: κυματοειδής Capitals: ΚΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kymatoeidḗs Transliteration B: kymatoeidēs Transliteration C: kymatoeidis Beta Code: kumatoeidh/s

English (LSJ)

ές, like waves: stormy, οἱ νότοι Arist.Pr.942a6. Adv. -δῶς Democr.126.

German (Pape)

[Seite 1530] ές, wellenarig, wellenförmig, ἄνεμοι, Arist. probl. 26, 26 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοειδής: -ές, ὅμοιος κύμασι, τρικυμιώδης, ἄνεμος Ἀριστ. Προβλ. 26. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α κυματοειδής)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή κύματος, αυτός που μοιάζει με κύμα
αρχ.
θυελλώδης, τρικυμιώδης.
επίρρ...
κυματοειδώς (Α κυματοειδῶς)
με κυματοειδή τρόπο, σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοειδής: волнообразный, налетающий волнами (ἄνεμοι Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματοειδής -ές [κῦμα, εἴδω] golvend; adv. κυματοειδῶς in golfbeweging.