καταπιθανεύομαι

From LSJ
Revision as of 01:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῐθᾰνεύομαι Medium diacritics: καταπιθανεύομαι Low diacritics: καταπιθανεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΘΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katapithaneúomai Transliteration B: katapithaneuomai Transliteration C: katapithaneyomai Beta Code: katapiqaneu/omai

English (LSJ)

use probable arguments, S.E.M.8.324.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῐθᾰνεύομαι: ἀποθ., πιθανὰ λέγω, μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.

Greek Monolingual

καταπιθανεύομαι (Α)
(αποθ.) μεταχειρίζομαι πιθανά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιθανεύομαι (< πιθανός)].

Russian (Dvoretsky)

καταπῐθᾰνεύομαι: убедительно говорить, пользоваться убедительными доводами Sext.