παράλοιπος
From LSJ
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
English (LSJ)
ον, remaining besides, Arist.APo.93b13.
German (Pape)
[Seite 488] wie λοιπός, übrig, Arist. anal. post. 2, 8, zw.
Greek (Liddell-Scott)
παράλοιπος: -ον, ὁ παραλειφθείς, ὑπόλοιπος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 7.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
παράλοιπος: остающийся, остальной Arst.