περίκομπος
Greek (Liddell-Scott)
περίκομπος: -ον, πλήρης κόμπου, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.
Greek Monolingual
-ον, Α
γεμάτος κομπασμό, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόμπος / χτύπος, «καύχηση» (πρβλ. πολύκομπος)].
Russian (Dvoretsky)
περίκομπος: тщеславный, хвастливый (Aesch. - v. l. к περίχαυνος).