ἐκλαλητικός
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ή, όν, capable of expressing, Diocl. ap. D.L.7.49.
German (Pape)
[Seite 766] ή, όν, aussprechend, D. L. 7, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλᾰλητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ ἐκλαλεῖν, εἰς τὸ ἐκφέρειν λόγῳ, Διογ. Λαέρτ. 7. 49.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
capaz de expresar, διάνοια Chrysipp.Stoic.2.21.
Greek Monolingual
ἐκλαλητικός, -ή, -όν (Α)
ο ικανός να εκφράζεται με λόγια.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλᾰλητικός: рассказывающий, сообщающий (διάνοια ἐκλαλητικὴ ὃ πάσχει Diog. L.).