ἐκσφραγίζομαι
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
English (LSJ)
Pass., A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53. II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).
Russian (Dvoretsky)
ἐκσφρᾱγίζομαι: исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
Greek Monolingual
ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
Greek Monotonic
ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.