βολιστικός

From LSJ
Revision as of 18:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βολιστικός Medium diacritics: βολιστικός Low diacritics: βολιστικός Capitals: ΒΟΛΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: bolistikós Transliteration B: bolistikos Transliteration C: volistikos Beta Code: bolistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (βόλος) A to be caught by the casting-net, Plu.2.977f.

German (Pape)

[Seite 452] mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.

Greek (Liddell-Scott)

βολιστικός: -ή, -όν, (βόλος) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον δίκτυον (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut prendre avec un filet.
Étymologie: βολίς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
susceptible de ser pescado con esparavel de ciertos peces, Plu.2.977f.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βολιστικός, -ή, -όν) βολίζω
νεοελλ.
ο σχετικός με τη βόλιση
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ.

Russian (Dvoretsky)

βολιστικός: закидной (sc. τῶν δικτύων γένος Plut.).