μίλτινος
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
η, ον, of μίλτος, γραμμή Plu.2.1081b, cf. Cleom.2.1; τὸ μ., = μίλτος 1, Plu.2.287d.
German (Pape)
[Seite 186] = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.
Greek (Liddell-Scott)
μίλτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μίλτου· τὸ μίλτινον = μίλτος ΙΙ, Πλούτ. 2. 1081Β.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vermillon ; τὸ μίλτινον, vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α μίλτινος, -ίνη, -ον) μίλτος
κατασκευασμένος από μίλτο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον
η μίλτος.
Russian (Dvoretsky)
μίλτῐνος: сделанный красной краской (γραμμή Plut.).