περιπλανής

Revision as of 15:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, wandering about, Plu.2.1001e.

German (Pape)

[Seite 587] ές, herumirrend, Plut. qu. Plat. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλᾰνής: -ές, ὁ περιπλανώμενος, Πλούτ. 2. 1001D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui erre de tous côtés, vagabond.
Étymologie: περιπλανάομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοι-πλανής].

Russian (Dvoretsky)

περιπλᾰνής: блуждающий (вокруг), странствующий Plut.