προικίζω

From LSJ
Revision as of 16:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικίζω Medium diacritics: προικίζω Low diacritics: προικίζω Capitals: ΠΡΟΙΚΙΖΩ
Transliteration A: proikízō Transliteration B: proikizō Transliteration C: proikizo Beta Code: proiki/zw

English (LSJ)

portion, give a dowry to, τινα D.S.16.55, Ph.2.311, etc.:—Προικιζομένη, name of a comedy by Apollod.Car.

German (Pape)

[Seite 725] ausstatten, D. Sic. 16, 56.

Greek (Liddell-Scott)

προικίζω: (προὶξ) ὡς καὶ νῦν, παρθένους προικίσας Διόδ. 16, 55· τὰς παρθένους δημοσίᾳ προικίζεσθαι 20, 85· προικιζέτω τὴν παῖδ’ ὁ φθορεὺς Φίλων τ. 2, σ. 311, 22. ― Προικιζομένη, ὄνομα κωμῳδίας Ἀπολλοδ. τοῦ Καρυστ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ προίξ, -κός]
δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.)
νεοελλ.
1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τον προίκισε με πολλά χαρίσματα»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, -η, -ο
α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα
β) (γενικά για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά φυσικά χαρίσματα
αρχ.
(το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προικιζομένη
τίτλος κωμωδίας του Απολλοδώρου του Καρυστίου.

Russian (Dvoretsky)

προικίζω: снабжать приданым (τινά Diod.).