συγγνωρίζω
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
share in knowledge, Arist.EE1244b26:—Pass., οἱ -όμενοι persons acquainted, Polem.Phgn.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωρίζω: μετέχω τῆς γνώσεως, γνωρίζω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.
Greek Monolingual
Α γνωρίζω
1. είμαι επίσης γνώστης
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοι
πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.
Russian (Dvoretsky)
συγγνωρίζω: разделять (чье-л.) знание, знать вместе (συναισθάνεσθαι καὶ σ. Arst.).