ἀνθρακευτός

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκευτός Medium diacritics: ἀνθρακευτός Low diacritics: ανθρακευτός Capitals: ΑΝΘΡΑΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anthrakeutós Transliteration B: anthrakeutos Transliteration C: anthrakeftos Beta Code: a)nqrakeuto/s

English (LSJ)

ή, όν, which can be carbonized, Arist.Mete.387b19.

German (Pape)

[Seite 233] verkohlt, Arist. meteor. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκευτός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος ὄπως μεταβληθῇ διὰ τῆς καύσεως εἰς ἄνθρακα, ὁ μὴ φλογιστός, τῶν δὲ καυτῶν τὰ μὲν φλογιστά ἐστι τὰ δὲ ἀφλόγιστα· τούτων δὲ ἔνια ἀνθρακευτὰ Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que puede ser carbonizado de ciertas piedras, Arist.Mete.387b19.

Greek Monolingual

ἀνθρακευτός, -ή, -όν (Α) αυτός που με καύση μπορεί να μεταβληθεί σε άνθρακα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκευτός: обугленный Arst.