ἐπιδιορίζω
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
define or determine further, Arist.Cael.303a13, Gal.7.706, al.
German (Pape)
[Seite 938] hinterher abgränzen, Galen.
Greek Monolingual
(AM ἐπιδιορίζω)
καθορίζω κάτι μετά από κάτι άλλο ή επί πλέον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιορίζω: определять Arst.