ᾠοτόκος

From LSJ
Revision as of 11:11, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοτόκος Medium diacritics: ᾠοτόκος Low diacritics: ωοτόκος Capitals: ΩΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: ōiotókos Transliteration B: ōotokos Transliteration C: ootokos Beta Code: w)|o/tokos

English (LSJ)

(parox.), ον, oviparous, Arist.GA719a6, al.; of fish, Id.HA539a12, al.; ὄφιες Nic.Th.136; ἀγέλη ᾠ. poultry, AP9.286 (Marc.Arg.); τὰ ᾠ., opp. τὰ ζωοτόκα, Arist.HA489a34.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν ᾠά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 11, 4. κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἰχθύων, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 1, 4, κ ἀλλ.· ἐπὶ ὄψεων, Νικ. Θηρ. 136· ἀγέλη ᾠοτ., πλῆθος ὀρνίθων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 286· τὰ ᾠοτόκα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ζῳοτόκα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / ᾠοτόκος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Ν
1. (για ζώα) αυτός που γεννά αβγά, που αναπαράγεται με αβγά
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωοτόκα
ζώα που αναπαράγονται με ωοτοκία
αρχ.
φρ. «ἀγέλη ᾠοτόκος» — πλήθος πτηνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. τερατοτόκος.

Russian (Dvoretsky)

ᾠοτόκος: яйцекладущий Arst.: ᾠ. ἀγέλη Anth. птичье стадо.