λαχνόομαι

Revision as of 02:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Pass., grow hairy or downy, of a youth's chin, Sol.27.6, AP12.178 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 20] rauch, haarig, wollig werden; γένειον Solon 14, 6; Strat. 20 (XII, 178).

Greek Monotonic

λαχνόομαι: Παθ., γίνομαι χνουδωτός, αποκτώ χνούδι, λέγεται για το σαγόνι νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.

Greek Monolingual

λαχνοῦμαι, λαχνόομαι (Α) λάχνη
γίνομαι χνουδωτός, πιάνω χνούδι.

Russian (Dvoretsky)

λαχνόομαι: покрываться пухом: νυκτὶ λ. Anth. покрываться ночной тьмой.

Middle Liddell

λαχνόομαι,
Pass. to grow downy, of a youth's chin, Solon., Anth. [from λάχνος