Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Full diacritics: τῑμοκράτης | Medium diacritics: τιμοκράτης | Low diacritics: τιμοκράτης | Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ |
Transliteration A: timokrátēs | Transliteration B: timokratēs | Transliteration C: timokratis | Beta Code: timokra/ths |
[ᾰ], ου, ὁ, a 'timocrat' (cf. sq.), Asp.in EN 182.8.
ὁ, Α
άρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].