ἄντοικος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον, living on the same side of the equator, but under the opposite meridian, Gem.16.1, Cleom.1.2.
German (Pape)
[Seite 264] gegenüberwohnend, Plut. plac. phil. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἄντοικος: -ον, ὁ κατοικῶν ἐν τῷ αὐτῷ γεωγραφικῷ πλάτει τοῦ ἀντιθέτου ἡμισφαιρίου, τοῖς ὑπὸ τὸν χειμερινὸν τροπικὸν ἀντοίκοις, Πλούτ. 2. 898Β· τοὺς ἀντίποδας καὶ ἀντοίκους Νικηφ. Γρηγ. Ἱστ. Βυζ. 1., σ. 6C· πρβλ. περίοικος ΙΙΙ.
Spanish (DGE)
-ον
que vive entre los mismos meridianos pero en diferentes hemisferios, anteco ἄντοικοι δὲ οἱ ἐν τῇ νοτίῳ ζώνῃ ὑπὸ τὸ αὐτὸ ἡμισφαίριον κατοικοῦντες Gem.16.1, cf. Cleom.1.2.12, Plu.2.898b, Ach.Tat.Intr.Arat.30, Macr.Comm.2.5.33, οἱ ἄντοικοι ἑτερόσκιοί εἰσιν Ach.Tat.Intr.Arat.31.
Greek Monolingual
ἄντοικος, -ον (AM) οικώ
αυτός που κατοικεί στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με κάποιον άλλο, αλλά στο αντίθετο ημισφαίριο.
Russian (Dvoretsky)
ἄντοικος: живущий на противоположной стороне (земли) Plut.