θυννολογέω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
speak of the tunny-fish, Eust.994.47.
German (Pape)
[Seite 1225] von Thunfischen sprechen, Eustath. 994, 47.
Greek (Liddell-Scott)
θυννολογέω: ὁμιλῶ περὶ θύννου, Εὐστ. 994. 47.
Russian (Dvoretsky)
θυννολογέω: собирать тунцов (Luc. - v.l. к θημολογέω).