ὑποδιοικητής

From LSJ
Revision as of 11:06, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδιοικητής Medium diacritics: ὑποδιοικητής Low diacritics: υποδιοικητής Capitals: ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: hypodioikētḗs Transliteration B: hypodioikētēs Transliteration C: ypodioikitis Beta Code: u(podioikhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, sub-διοικητής, PSI6.632.11 (iii B. C.), PCair.Zen.403.12 (iii B. C.), PGrenf.2.23.2 (ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιοικητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων διοικητής, Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιοικητής, ΝΑ διοικητής
άτομο που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση αμέσως κατώτερη από του διοικητή
νεοελλ.
1. ο προϊστάμενος υποδιοίκησης·2. στρ. αξιωματικός στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, αμέσως κατώτερος από τον διοικητή.