κρατητικός

From LSJ
Revision as of 11:24, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτητικός Medium diacritics: κρατητικός Low diacritics: κρατητικός Capitals: ΚΡΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kratētikós Transliteration B: kratētikos Transliteration C: kratitikos Beta Code: krathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for winning, νίκη κ. δύναμις Pl.Def.414a. 2 ruling, controlling, δύναμις κ. τῶν προνοουμένων Procl.Inst.121; κ. τῶν ὅλων Id.in Ti.1.69; αἱ κ. δυνάμεις, opp. αἱ ὑπουργικαί, Id.in Prm.p.736 S. 3 promoting retention (cf. κράτησις 11.3), συλλήψεως Aët.1.142. 4 Astrol., predominant, Vett. Val.333.5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατητικός -ή -όν [κρατέω] geschikt om te winnen.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτητικός:
1) одерживающий верх (περὶ ἀγωνίαν Plat.);
2) овладевающий (τοῦ λογιζομένου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐπικράτησιν, Πλάτ. Ὅροι 414Α.

Greek Monolingual

κρατητικός, -ή, -όν (Α) κρατώ
1. ο ικανός να εξουσιάζει, να διοικεί, να κυριαρχεί
2. ο ικανός να επικρατεί, να νικά («νίκη δύναμις κρατητικὴ περὶ ἀγωνίαν», Πλάτ.)
3. ιατρ. αυτός που συντελεί σε παρεμπόδιση, αναχαιτιστικός, συγκρατητικός («κρατητικὸς συλλήψεως», Αέτ.).