Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολλώδης

From LSJ
Revision as of 02:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλώδης Medium diacritics: κολλώδης Low diacritics: κολλώδης Capitals: ΚΟΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kollṓdēs Transliteration B: kollōdēs Transliteration C: kollodis Beta Code: kollw/dhs

English (LSJ)

ες, glutinous, viscous, Pl.Cra.427b, Arist.HA568b11, 623b30 (Sup.), Thphr.CP5.16.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath.3.120c, Aret.SD1.11; of rheum in the eye, PMed.Strassb.p.6, Philum.Ven. 14.2.

German (Pape)

[Seite 1474] ες, leimartig, klebrig; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A.

Greek (Liddell-Scott)

κολλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόλλαν, κολλητικός, γλοιώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
collant, gluant, visqueux.
Étymologie: κόλλα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κολλώδης, -ῶδες) κόλλα
αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κολλώδης:
1) клейкий, вязкий (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);
2) выделяющий камедь, смолистый (δένδρα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλώδης -ες [κόλλα] plakkerig.