τερασκόπος
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
ὁ, poet. for τερατοσκόπος, Pi.P.4.201, A.Ch.551, Eu. 62, S.OT605: Adj., καρδία τερασκόπος 'my prophetic soul', A.Ag.978 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1092] poet. = τερατοσκόπος; Aesch. Ag. 951. 1415 Ch. 544 Eum. 62; Eur. Bacch. 248.
Greek (Liddell-Scott)
τερασκόπος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τερατοσκόπος, Πινδ. Π. 4. 357, Αἰσχύλ. Χο. 551, Εὐμ. 62, Σοφ. Ο. Τ. 605· καρδίας τερασκόπου, προφητικῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 978· περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 673.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. τερατοσκόπος.
English (Slater)
τερασκόπος seer τερασκόπος ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας (Mopsos) (P. 4.201)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) βλ. τερατοσκόπος.
Greek Monotonic
τερασκόπος: -ον, ποιητ. αντί τερατοσκόπος, σε Αισχύλ., Σοφ.· καρδία τερασκόπος, «η προφητική μου ψυχή», σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τερασκόπος: II ὁ гадатель, прорицатель Pind., Aesch., Soph.
наблюдающий знамения, т. е. пророческий, вещий (καρδία Aesch.).
Middle Liddell
τερα-σκόπος, ον, [poetic for τερατοσκόπος, Aesch., Soph.]
καρδία τ. "my prophetic soul, " Aesch.