φιληδονία
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ἡ, fondness for pleasure, Democr.159 (pl.), Agatharch.Fr.Hist.11, Hp.Ep.17, Epict. Gnom.45, Plu.2.12c, 21c, Sull.2, Max.Tyr.31.5, S.E.M.11.120, etc.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen, Plut. ed. lib. 16.
Greek (Liddell-Scott)
φιληδονία: ἡ, ἀγάπη τῶν ἡδονῶν, συχν. παρὰ Πλουτ. ὡς 2. 12C, 21C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. φιληδία.
Étymologie: φιλήδονος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλήδονος
το να είναι κανείς φιλήδονος, η ροπή προς τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές.
Russian (Dvoretsky)
φιληδονία: ἡ любовь к наслаждениям Plut., Diog. L.