ὀλιγογονία
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἡ, production of few offspring, opp. πολυγονία, Pl.Prt.321b.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, das Wenigerzeugen, geringe Nachkommenschaft, Plat. Prot. 321 b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
production ou descendance peu féconde.
Étymologie: ὀλιγόγονος.
Greek Monolingual
ὀλιγογονία, ἡ (Α) ολιγόγονος
(για ζώα) η γέννηση κάθε φορά λίγων μόνον τέκνων («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγογονία: ἡ, γέννηση λίγων νεοσσών σε κάθε γέννα, λέγεται για ζώα, ακαρπία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγογονία: ἡ малая плодовитость Plat.
Middle Liddell
ὀλῐγογονία, ἡ,
production of few at a birth, Plat. [from ὀλῐγόγονος]