ὀλιγογονία

From LSJ
Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγογονία Medium diacritics: ὀλιγογονία Low diacritics: ολιγογονία Capitals: ΟΛΙΓΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: oligogonía Transliteration B: oligogonia Transliteration C: oligogonia Beta Code: o)ligogoni/a

English (LSJ)

ἡ, production of few offspring, opp. πολυγονία, Pl.Prt.321b.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, das Wenigerzeugen, geringe Nachkommenschaft, Plat. Prot. 321 b.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
production ou descendance peu féconde.
Étymologie: ὀλιγόγονος.

Greek Monolingual

ὀλιγογονία, ἡ (Α) ολιγόγονος
(για ζώα) η γέννηση κάθε φορά λίγων μόνον τέκνων («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγογονία: ἡ, γέννηση λίγων νεοσσών σε κάθε γέννα, λέγεται για ζώα, ακαρπία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγογονία:малая плодовитость Plat.

Middle Liddell

ὀλῐγογονία, ἡ,
production of few at a birth, Plat. [from ὀλῐγόγονος]