πάμμικτος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ον, = παμμιγής, ὄχλος A.Pers.53 (anap.); ἐπίκουροι ib.903 (lyr.), cf. Aq.Ps.77(78).45, Vett. Val.15.15.
German (Pape)
[Seite 454] = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
formé d'éléments mêlés, confus.
Étymologie: πᾶν, μίγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμικτος: -ον, = παμμιγής, πάμμικτος ὄχλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 53, 904.
Greek Monolingual
πάμμικτος και πάμμεικτος, -ον (Α)
παμμιγής («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικτός (< μειγνυμι)].
Greek Monotonic
πάμμικτος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πάμμικτος: чрезвычайно смешанный, собравшийся отовсюду, разношерстный (ὄχλος Aesch.).