παλινεκχυμενίτας
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
[ῑτ], α, ὁ, one who squanders again, Cerc. 4.12.
Greek Monolingual
παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α)
αυτός που σπαταλά εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ].