περιγλωττίς
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, covering of the tongue, Ath.1.6c.
German (Pape)
[Seite 571] ἡ, ein Überzug der Zunge, περισκεπαστήριον τῆς γλώττης, Suid.; vgl. Ath. I, 6 c.
Greek (Liddell-Scott)
περιγλωττίς: -ίδος, ἡ, «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης» (Σουΐδ.), Πίθυλλον τὸν τένθην καλούμενον οὐ περιγλωττίδαν μόνον ὑμενίνην φορεῖν, ἀλλὰ καὶ προσελυτροῦν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις Ἀθήν. 6C.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ Α
1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση της γεύσης
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα -ίς, -ίδος)].