περισυνάγω

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισυνάγω Medium diacritics: περισυνάγω Low diacritics: περισυνάγω Capitals: ΠΕΡΙΣΥΝΑΓΩ
Transliteration A: perisynágō Transliteration B: perisynagō Transliteration C: perisynago Beta Code: perisuna/gw

English (LSJ)

gloss on ἀφροίζω, Sch.E.Hec.1139:—Pass., Glossaria on ἀμφαγέρονται, Sch.Opp.H.3.231; περισυνηγμένων collected from all round, Glossaria on παντοδαπῶν, Sch.Them.Or.16.201a.

Greek (Liddell-Scott)

περισυνάγω: συνάγω τι πέριξ τινὸς ἢ συνάγω πανταχόθεν εἰς ἓν μέρος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 231, Ἐπιφάν., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ συνάγω
1. συγκεντρώνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή από κάποιον
2. συγκεντρώνω διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, συναθροίζω από παντού σε ένα μέρος, περισυλλέγω, συμμαζεύω.